- ζητημάτιον
- ζητημάτιον, το (Α) [ζήτημα]μικρό φιλολογικό ή φιλοσοφικό ζήτημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζητημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητηματίῳ — ζητημάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητημάτια — ζητημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)